χρυσοπόδης

χρυσοπόδης
ὁ, Μ
(ως ονομασία ίππου) αυτός που έχει χρυσά πόδια, που είναι πολύ γρήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. ξυλο-πόδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”